αρμυρίκι — Κοινό όνομα φυλλοβόλων θάμνων ή δενδρυλλίων του γένους τάμαριξ, της οικογένειας των ταμαρικιδών, με φύλλα μικρά, λεπτόμορφα και άνθη επίσης μικρά, κατά μικρούς βότρεις που σχηματίζουν συνήθως επάκριες φόβες. Αυτοφυή είδη των μεσογειακών χωρών… … Dictionary of Greek
ταμαρικίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη και περιλαμβάνει τα γένη τάμαριξ, ρεωμυρία, μυρικαρία και ολολάχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamaricaceae < tamarix (βλ. ταμάρίξ)] … Dictionary of Greek
αλμυρίκι — το Βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών τού είδους Ταμάριξ* είναι δενδρύλλια τα οποία φύονται σε όχθες υφάλμυρων νερών ή κοντά σε παραλίες, όπου ο φρεάτιος ορίζοντας είναι υφάλμυρος … Dictionary of Greek
ταμαρικώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που περιλαμβάνει τρεις οικογένειες δενδρωδών, θαμνωδών και ποωδών φυτών τα οποία απαντούν, συνήθως, στις εύκρατες και υποτροπικές στέπες, ερήμους και αλμυρές ερήμους, καθώς και κατά μήκος ακτών και… … Dictionary of Greek
αλόφιλα ή αλόφυτα — Φυτά χερσαία, δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη, που φύονται στα αλμυρά εδάφη, δηλαδή στα πλούσια σε χλωριούχο νάτριο, ή σε παραλίες. Γι’ αυτό ονομάζεται αλοφιλία το φαινόμενο της προτίμησης που δείχνουν τα φυτά αυτά για τα αλμυρά εδάφη, τόσο τα… … Dictionary of Greek